-
1 закон
-а α.1. νόμος•основной закон θεμελιώδης (βασικός) νόμος•
избирательный закон εκλογικός νόμος•
чрезвычайный закон έκτακτος νόμος, έκτακτο μέτρο•
соблюдать -ы τηρώ τους νόμους•
свод -ов συλλογή νόμων, κώδικας•
уголовные -ы ποινικοί νόμοι•
обнародовать -ы δημοσιεύω νόμους•
нарушать -ы παραβιάζω τους νόμους, παρανομώ.
2. αρχή•закон архимеда η αρχή του Αρχιμήδη•
всемирный. закон тяготения ο νόμος της παγκόσμιας έλξης•
закон тяготения ο νόμος της βαρύτητας•
-ы развития природы и общества οι νόμοι εξέλιξης της φύσης και της κοινωνίας•
-ы классовой борьбы οι νόμοι της ταξικής πάλης.
3. κανόνας•-ы правописания οι ορθογραφικοί κανόνες•
-ы шахматной игры κανόνες σκακιού•
-ы приличия κανόνες καλής συμπεριφοράς.
4. παλ. θρησκεία.εκφρ.драконовские ή драконовы -ы – δρακόντειοι, νόμοι•закон божий – τα θρησκευτικά (σχολ. μάθημα)’ моисеев закон οι (δέκα) εντολές του Μωϋσή•ненаписанный закон – άγραφος νόμος•закон не писан (для кого) – δεν τον πιάνει ο νόμος (δεν είναι υ-τοχρεωμένος)•вопреки -а – παρά το νόμο•вне -а – εκτός νόμου•именем -а – εν ονόματι του νόμου•состоять ή жить в -е – ζω με νόμιμο γάμο•буква -а – το γράμμα του νόμου (αντίθετα προς το πνεύμα του νόμου). -
2 Exist
v. intrans.The existing laws: P. and V. οἱ καθεστῶτες νόμοι, οἱ νόμοι οἱ κείμενοι, P. οἱ ὄντες νόμοι, οἱ ὑπάρχοντες νόμοι.Previously existing: P. προϋπάρχων.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Exist
-
3 законность
-и θ.1. νομιμότητα, το. νόμιμο• το έγκυρο•законность требований το νόμιμο των διεκδικήσεων•
законность документов εγκυρότητα των εγγράφων•
отсуствие -и έλλειφη νόμων (ανομία).
2. νομοθεσία, οι νόμοι•революционная законность οι επαναστατικοί νόμοι•
социалистическая законность σοσιαλιστική νομοθεσία.
-
4 теория
η θεωρίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > теория
-
5 закон
законм в разн. знач. ὁ νόμος:\закон природы ὁ φυσικός νόμος· \законы общественного развития οἱ νόμοι τής κοινωνικής ἀνάπτυξης· \закон тяготения физ. ὁ νόμος τῆς βαρύτητας [-ης]· чрезвычайный \закон ὁ ἐκτακτος νόμος· неписаный \закон ὁ ἄγραφος νόμος· свод \законов ὁ κῶδιξ (νόμων)· обнародовать \закон δημοσιεύω νόμο· нарушать \закон παραβαίνω τόν νόμο· именем \закона ἐν ὁνόματι τοῦ νόμου· по \закону, в силу \закона σύμφωνα μέ τό νόμο, κατά τόν νόμον вне \закона ἐκτός νόμου· ◊ сухо́й \закон ὁ νόμος ποτοαπαγόρευσης· бу́ква \закона τό γράμμα τοῦ νόμου. -
6 законность
зако́нн||остьж ἡ νομιμότητα [-ης], οἱ νόμοι, ἡ νομοθεσία:революционная \законность ἡ ἐπαναστατική νομοθεσία· \законность требований ἡ νομιμότητα τῶν διεκδικήσεων. -
7 развитие
разви́т||иес в разн. знач. ἡ ἀνάπτυξη [-ις]/ ἡ ἐξέλιξη [-ις] (эволюция):у́м-ственное \развитие ἡ διανοητική ἀνάπτυξη [-ις]· \развитие событий ἡ ἐξέλιξη [-ις] τῶν γεγονότων \развитие промышленности ἡ ἀνάπτυξη τής βιομηχανίας· законы общественного \развитиеия οἱ νόμοι τής κοινωνικής ἐξέλιξης. -
8 волчий
-ья, -ье, επ.1. λυκίσιος, του λύκου•-ья шкура λυκίσιο δέρμα•
-ья стая κοπάδι λύκων.
2. μτφ. σκληρός, κακός, απάνθρωπος, θηριώδης• αρπαχτικός•-ьи законы σκληροί νόμοι.
εκφρ.волчий аппетит – κυνορεξία, λίμα•- ья пасть – λυκόστομα•волчий билет ή паспорт – (στην τσαρική Ρωσία) ταυτότητα με υποσημείωση: αμφίβολος (κοινωνικών φρονημάτων)•- чья яма – α) λυκοπαγίδα με λάκκο» β) στρατ. τάφρος, ντάπια. -
9 драконовский
επ.δρακόντειος, πολύ σκληρός•-ие меры δρακόντεια μέτρα•
-ие законы δρακόντειοι νόμοι.
-
10 жестокий
επ., βρ: -ток, -а, -о; жесточайший.1. σκληρός, ανελέητος, άσπλαχνος, αλύπητος• απάνθρωπος•-ое обращение с пленными σκληρή μεταχείριση των αιχμαλώτων жестокий ροκ αδυσώπητη μοίρα.
2. δυνατός, δριμύς•-ая обида κόλαφος, μεγάλη προσβολή•
-ая стужа τσουχτερό κρύο•
-ая зима βαρύς χειμώνας•
жестокий ветер σφοδρός άνεμος.
|| αυστηρός•-ие законы αυστηροί νόμοι.
|| δεινός, επίμονος, ανένδοτος• σθεναρός•-ая борьба δεινός αγώνας•
-ие бой σκληρές μάχες•
-ое сопротивление σθεναρή αντίσταση.
-
11 история
-и θ.ιστορία•история Древней Греции ιστορία της αρχαίας ιΕλλάδας•
законы -и οι νόμοι της ιστορίας•
диалектика -и η διαλεκτική της ιστορίας•
всемирная история παγκόσμια ιστορία•
древняя история αρχαία ιστορία•
новейшая история ιστορία των νεωτέρων χρόνων•
история средних веков ιστορία του μεσαίωνα.
|| συμβάν, γεγονός•печальная история θλιβερή ιστορία.
|| αφήγηση, εξιστόρηση•история моего детства ιστορία της ποδικής μου ηλικίας.
εκφρ.история болезни – το ιστορικό της ασθένειας•вечная (обычная: - – η ίδια (συνηθισμένη) ιστορία•совсем другая история – εντελώς διαφορετική υπόθεση (άλλο πράγμα)•история с географией – (αστ.) εδώ σε θέλω κάβουρα να πηδάς στα κάρβουνα•войти в -ю – μπαίνω στην ιστορία. -
12 логический
επ.της λογικής•-ие законы αρχές (νόμοι) της λογικής.
|| λογικός, της λογικής διάρθρωσης (σειράς)•логический вывод λογικό συμπέρασμα•
логический довод λογικό επιχείρημα•
-ое противоречие λογική αντίφαση (αντιτιθέμενη στη λογική)•
-ая связь λογική σύνδεση•
-ая последовательность λογική σειρά.
εκφρ.- ое ударение – ο λογικός τόνος (τονισμός) στην πρόταση. -
13 неписаный
επ.άγραφος•-ые законы άγραφοι νόμοι.
-
14 природа
-ы θ.1. η φύση•любить -у αγαπώ τη φύση•
на лене -ы στους κόλπους της φύσης•
мртвая природа νεκρή φύση•
изучать -у μελετώ τη φύση•
законы -ы νόμοι της φύσης.
2. υπόσταση, ουσία.• человеческая природа η ανθρώπινη φύση•природа общественных отношений η φύση των κοινωνικών σχέσεων.
|| χαρακτήρας, ιδιοσυγκρασία, το φυσικό•привычка природа вторая природа η έξη είναι δεύτερη φύση.
3. (απλ.) ράτσα• σόι• καταγωγή•он хорошей -ы αυτός είναι καλής καταγωγής, σοΐλής.
εκφρ.от -ы – από τή φύση, εκ γενετής, γενητάτος•в -е вещей – στη φύση των ίδιων των πραγμάτων•по -е – από φύση, από χαρακτήρα. -
15 экономический
επ.1. οικονομικός•экономический базис οικονομική βάση•
-ие законы οικονομικοί νόμοι•
-ое сотрудничество οικονομική συνεργασία•
-ие требования οικονομικές διεκδικήσεις•
-ая география οικονομική γεωγραφία•
-совет οικονομικό συμβούλιο.
2. βλ. экономный (2 σημ.).3. βλ. экономичный.4. του τσι-φλικάδικου νοικοκυριού. -
16 Code
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Code
-
17 Customs
subs.Taxes: Ar. and P. τέλος, τό.Customs' regulations: P. τελωνικοὶ νόμοι.Collector of customs: Ar. and P. τελώνης, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Customs
-
18 Establish
v. trans.There is an honoured court which Zeus once established for Ares: V. ἔστιν γὰρ ὁσία ψῆφος ἣν Ἄρει ποτέ Ζεὺς εἵσατο (aor. mid. ἵζειν) (Eur., I.T. 945).Establish the truth of: P. βεβαιοῦν (acc.), ἐπαληθεύειν.Establish by evidence: see Prove.Establish oneself settle: P. and V. ἱδρύεσθαι; see settle oneself.In military sense: P. and V. ἱδρύεσθαι, καθῆσθαι, P. καθίζεσθαι.Be established (of law, custom, etc.): P. and V. κεῖσθαι.The established laws: P. and V. οἱ νόμοι οἱ κείμενοι.The established government: P. τὰ καθεστηκότα πράγματα.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Establish
-
19 Jurisprudence
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Jurisprudence
-
20 Legislation
Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Legislation
- 1
- 2
См. также в других словарях:
νομοί — νομός place of pasturage masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νόμοι — Νόμος that which is in habitual practice masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νόμοι — νόμος that which is in habitual practice masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγροτικοί νόμοι — Αρχαίοι ρωμαϊκοί νόμοι με αντικείμενο τη διανομή του ager publicus (βλ. λ. αγρός) … Dictionary of Greek
Ρήνου νομοί — Με την ονομασία αυτή είναι γνωστοί 2 νομοί της Γαλλίας. 1. Ρ., Άνω (Haut Rhin). Αποτελείται από ένα τμήμα της Αλσατίας (έκτ. 3.525 τ. χλμ., κάτ. …). Πρωτεύουσα του νομού η πόλη Κολμάρ (κάτ. …). Πρόκειται για ορεινό νομό που διασχίζεται από τον… … Dictionary of Greek
σίτου, νόμοι — (corn laws αγγλικά). Ονομασία που δόθηκε στη νομοθεσία που εφαρμόστηκε στην Αγγλία για τέσσερις και περισσότερο αιώνες (από το 1436 ως το 1846) στο εμπόριο των σιτηρών για προστατευτικούς σκοπούς. Στα εισαγόμενα δημητριακά επιβάλλονταν αρκετά… … Dictionary of Greek
φυσική — Επιστήμη που μελετά τη δομή και τις ιδιότητες της ύλης σε όλες τις πολυποίκιλες συνθήκες και μορφές της, καθώς επίσης τους νόμους που ρυθμίζουν την κίνησή της και τις αμοιβαίες μετατροπές. Αν και η μελέτη της φύσης προκάλεσε το ενδιαφέρον των… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
μηχανική — Επιστήμη που μελετά την κίνηση και την ισορροπία των σωμάτων. Ανάλογα με τον τομέα έρευνας και με τις αρχές στις οποίες βασίζεται η έρευνα αυτή, διακρίνονται μία κλασική μ. (ή απλώς μ.), μία σχετικιστική μ. και μία κβαντική μ. Οι νόμοι της… … Dictionary of Greek
NOMI — Graece Νόμοι, in Poesi, carmina dicuntur; versibus enim constabant Νόμοι κιθαρώδικοὶ et Νόμοι ἀυλητικοὶ. Hinc, qui eorum auctores fuêre, Poetas exstitisse certum est. Plut. de Music. Ὅτι δὲ οἱ Κιθαρωδικοὶ νόμοι οἱ πάλαι, ἐξ ἐπῶν συνίςαντο,… … Hofmann J. Lexicon universale
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek